- στρωματοφυλάκων
- στρωματοφύλαξone who has the care of the beddingmasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρωματοφύλαξ — ακος, ό, ἡ, Α φύλακας τών στρωμάτων, αυτός που είχε την επιστασία τών κλινών, τών τραπεζιών κ.α. επίπλων («ὁ ἐπὶ τῶν στρωματοφυλάκων τεταγμένος ἀνήρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + φύλαξ] … Dictionary of Greek